ὁμοιῶν

ὁμοιῶν
ὁμοιάζω
to be like
fut part act masc voc sg
ὁμοιάζω
to be like
fut part act neut nom/voc/acc sg
ὁμοιάζω
to be like
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
ὁμοιόω
make like
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
ὁμοιόω
make like
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
ὁμοιόω
make like
pres part act masc nom sg
ὁμοιόω
make like
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁμοίων — ὅμοιος like fem gen pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/fem/neut gen pl ὁμοῖος like fem gen pl ὁμοῖος like masc/neut gen pl ὁμοιόω make like imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὁμοιόω make like… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • ομοιότητα — Δύο σχήματα χαρακτηρίζονται όμοια αν είναι δυνατό να καθοριστεί μεταξύ των σημείων τους μια αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία, η οποία διατηρεί τα σημεία που βρίσκοντα σε ευθεία, έτσι ώστε ο λόγος (έστω λ) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αντίστοιχων τμημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • διατύπωμα — το (Μ διατύπωμα) νεοελλ. 1. το πρότυπο για την κατασκευή όμοιων πραγμάτων ή για την τήρηση τών καθορισμένων διαστάσεων στην κατασκευή όμοιων αντικειμένων 2. αρνητικό εκμαγείο για την εκτύπωση ανάγλυφων παραστάσεων, καλούπι μσν. σχήμα, διάγραμμα …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

  • Έρενφεστ, Πάουλ — (Paul Ehrenfest, Βιέννη 1880 – Άμστερνταμ 1933). Αυστριακός θεωρητικός φυσικός. Τελείωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης (1904) και το 1912 –έπειτα από παραμονή μερικών χρόνων στη Ρωσία– έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν… …   Dictionary of Greek

  • Partheniae — In Ancient Greece, the Partheniae or Parthenians (in Greek Polytonic|οἱ Παρθενίαι / hoi Partheníai , literally “sons of virgins”, i.e. unmarried young girls) are a lower ranking Spartiate population which, according to tradition, left Laconia to… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”